ηγητηρ

ηγητηρ
    ἡγητήρ
    дор. ἁγητήρ -ῆρος ὅ
    1) вожатый, проводник Soph.
    2) вождь, предводитель Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηγητηρ" в других словарях:

  • ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος …   Dictionary of Greek

  • ἡγητήρ — a guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρα — ἡγητήρ a guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρας — ἡγητήρ a guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρες — ἡγητήρ a guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρος — ἡγητήρ a guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρσι — ἡγητήρ a guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητῆρσιν — ἡγητήρ a guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητήν — ἡγητήρ a guide masc acc sg (attic epic ionic) ἡγητής a guide masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητήρων — ἡγητήρ a guide masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητής — ἡγητήρ a guide masc nom sg ἡγητής a guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»